ροζέλιθος

ροζέλιθος
ο, Ν
(ορυκτ.)
ένυδρο αρσενικικό ορυκτό τού ασβεστίου, τού κοβαλτίου και τού μαγνησίου, με ρόδινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. roselite < rose- (από το όν. τού Γερμανού μεταλλειολόγου Gustav Rose) + -lite (< λίθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”